- ρεντι(ν)γκότα
- και ρεδιγκότα, η, Nανδρικό ένδυμα, είδος πανωφοριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. redingote < αγγλ. riding-coat «σακάκι ιππασίας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεδιγκότα — η, Ν βλ. ρεντι(ν)γκότα … Dictionary of Greek